- φυγαδευτήριος
- -ία, -ον, Ααυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φυγαδεῖον*2. το ουδ. ως ουσ. βλ. φυγαδευτήριον.[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγαδεύω + κατάλ. -τήριος (πρβλ. νυμφευ-τήριος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
убежный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = прил. (греч. φυγαδευτήριος, φυγαδεία, φυγαδευτήριον) о… … Словарь церковнославянского языка